- ανέγνοιαστος
- η , ο1) см. άνεγνοιος; 2) неухоженный; заброшенный; оставшийся или оставленный без ухода, забот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] … Dictionary of Greek
ανέγνοιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, ξέγνοιαστος: Σκεφτόταν πως στο χωριό του ζούσε πιο ανέγνοιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέννοιαστος — ἀνέννοιαστος, ον (Μ) βλ. ανέγνοιαστος … Dictionary of Greek